Έλενα Συρμαλή (Εγκληματολόγος): «Είναι ευθύνη όλων μας να καταπολεμήσουμε το στιγματισμό σε βάρος των ατόμων που υφίστανται διακρίσεις λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού»
Οι διακρίσεις και η ομοφοβία σε βάρος των ατόμων που προσδιορίζονται ως ομοφυλόφυλα ή αμφιφυλόφυλα υφίστανται ακόμη και σήμερα, επισημαίνει με άρθρο - παρέμβασή της στα «Π» η εγκληματολόγος Έλενα Συρμαλή. Η κ.Συρμαλή υπογραμμίζει ότι όλοι μαζί οφείλουμε -και πρώτη η ελληνική πολιτεία- να καταπολεμήσουμε τον στιγματισμό και να οικοδομήσουμε ένα τείχος προστασίας για όλα τα άτομα που βιώνουν στην καθημερινότητά τους διακρίσεις λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού. Διακρίσεις, οι οποίες σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και σε εγκλήματα μίσους, όπως συνέβη στις ΗΠΑ το 1998 . Ακολουθεί το πολύ ενδιαφέρον άρθρο:
Γράφει η Έλενα Συρμαλή*
Φαινόμενα όπως αυτό της ομοφοβίας, της τρανσφοβίας και της αμφιφοβίας είναι υπαρκτά ακόμη και σήμερα.
Το μίσος, η αποστροφή ή και η απέχθεια πολλών ατόμων απέναντι στην LGBTQI+ κοινότητα, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά των φαινομένων αυτών, τα οποία υφίστανται σε όλα τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα.
Η ομοφοβία εκδηλώνεται μέσω λεκτικής, σωματικής, συναισθηματικής και διαπροσωπικής βίας. Ειδικά η τρανσφοβία, χαρακτηρίζεται από τη στοχευμένη σωματική και διαπροσωπική βία, τη σεξουαλική βία, ακόμη και τη δολοφονία τρανς ατόμων. Το μίσος και η αποστροφή προς τα αμφιφυλόφιλα άτομα εκδηλώνεται με την άρνηση της ύπαρξης της αμφιφυλοφιλίας, την έκφραση αμφιφυλόφιλων στερεοτύπων και τη φετιχοποίηση των ατόμων.
Ο Weinberg, το 1970, αναφέρθηκε στον όρο «ομοφοβία» αναγνωρίζοντάς την ως μείζον κοινωνικό πρόβλημα. Περιέγραψε μάλιστα το φαινόμενο ως «ασθένεια» που αποτελεί απειλή για την κοινωνία. Αν και ο όρος δημιουργήθηκε τον περασμένο αιώνα, το φαινόμενο προϋπήρχε.
Η Απανθρωποποίηση
Σήμερα, πολλά άτομα της LGBTQI+ κοινότητας ζουν στη σκιά των διακρίσεων, της βίας και του φόβου. Η ομοφοβία, η τρανσφοβία και η αμφιφοβία, αποτελούν χαρακτηριστικά πολλών κοινωνιών, ενώ η απανθρωποποίηση των ατόμων οδηγεί σε πολλές περιπτώσεις σε εγκλήματα μίσους.
Σύμφωνα με διεθνείς έρευνες, σε 70 χώρες οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις είναι παράνομες και τιμωρούνται σε κάποιες περιπτώσεις με θανατική ποινή. Οι «θεραπείες μετατροπής» μέσω των οποίων ασκούνταν ψυχολογική και σωματική βία κυριαρχούσαν εδώ και χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο. Σήμερα πολλά κράτη έχουν απαγορεύσει τις βάναυσες αυτές πρακτικές, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα.
Δολοφονία Mathew Shepard: Ένα σοκαριστικό έγκλημα μίσους που ανέδειξε την ανάγκη επέκτασης της νομοθεσίας
Στις 6 Οκτωβρίου του 1998 ο Mathew Shepard, ομοφυλόφιλος, 21 ετών, φοιτητής στο πανεπιστήμιο του Wyoming των Ηνωμένων Πολιτειών, εξαφανίστηκε από την πόλη Laramie. Δύο νεαροί, ο Aaron Mckinney και ο Russel Henderson, τον χτύπησαν, τον βασάνισαν και τον άφησαν δεμένο σε έναν φράκτη στο Fort Collins του Colorado. Αρχικά υποστήριξαν ότι το κίνητρό τους ήταν η ληστεία. Ο Mathew Shepard βρέθηκε μετά απο 18 ώρες και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Fort Collins. Στο νοσοκομείο έφτασε ζωντανός και στις 12 Οκτωβρίου του 1998 υπέκυψε στα τραύματά του. Στο πανεπιστήμιο που φοιτούσε, το θύμα, ήταν ιδιαίτερα κοινωνικό και συμμετείχε σε ομάδες που υποστήριζαν τα δικαιώματά της LGBT κοινότητας.
Η δολοφονία του ανέδειξε την ανάγκη για επέκταση της νομοθεσίας σχετικά με τα εγκλήματα μίσους. Ο Mathew Shepard Act (2009), είχε σκοπό να καλύψει τα κενά της νομοθεσίας και να ορίσει συγκεκριμένες επιθέσεις (οι οποίες έχουν ως κίνητρο τη ταυτότητα των θυμάτων) ως εγκλήματα μίσους. Οι γονείς του Mathew μετά το θάνατο του δημιούργησαν έναν οργανισμό https://www.matthewshepard.org/ ο οποίος έχει ως αποστολή «την αντικατάσταση του μίσους, με την κατανόηση, τη συμπόνια και την αποδοχή, μέσα από διάφορες δράσεις και εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες». Το έγκλημα αυτό επίσης αποτέλεσε θέμα δύο τηλεοπτικών ταινιών: «The Mathew Shepard Story» και «The Laramie Project» (2002).
Η δολοφονία σόκαρε την αμερικανική κοινωνία και αποτέλεσε αφορμή για την αλλαγή του νόμου για τα εγκλήματα μίσους. Οι δράστες κατηγορήθηκαν για φόνο πρώτου βαθμού και καταδικάστηκαν σε δύο φορές ισόβια. Δεν κατηγορήθηκαν ως δράστες εγκλημάτων μίσους καθώς δεν το επέτρεπε τότε η νομοθεσία του Wyoming.
«Είναι κρίσιμο, πέρα από τα μέτρα καταστολής και τις ποινικές κυρώσεις κατά των δραστών εγκλημάτων μίσους, να διερευνηθούν και να τεθούν σε εφαρμογή μέτρα πρόληψης του φαινομένου»
Οι εγκληματολογικές θεωρίες περιλαμβάνουν εξηγήσεις για ένα ευρύ φάσμα εγκληματικών και παραβατικών συμπεριφορών. Τα εγκλήματα μίσους είναι μοναδικά εγκλήματα, δεδομένου ότι το έγκλημα επικεντρώνεται συχνά στο νόημα και την επίδραση που προκαλεί το ίδιο το αδίκημα (Perry, 2002). Οι δράστες των hate crimes γενικά, δεν αποκτούν απτά κέρδη, οικονομικά ή άλλα.
Όσον αφορά τα εγκλήματα προκατάληψης που διαπράττονται εναντίον μελών της ομοφυλοφιλικής κοινότητας, το κύριο κίνητρο συχνά υποδηλώνει αποδοκιμασία του σεξουαλικού προσανατολισμού ενός άλλου ατόμου ενώ ταυτόχρονα ο δράστης θεωρεί ότι η ίδια η σεξουαλικότητά του απειλείται. Μελετητές όπως ο Allport (1954) συμφωνούν ότι οι απλές προκαταλήψεις μπορούν, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να εξελιχθούν σε επιθετικότητα και βία. Αλλά η σεξουαλική προκατάληψη από μόνη της δεν οδηγεί άτομα ή ομάδες στην διάπραξη εγκλημάτων κατά των σεξουαλικών μειονοτήτων.
Σύμφωνα με πολλές εγκληματολογικές θεωρίες η παραβατική συμπεριφορά βασίζεται στους ισχυρούς δεσμούς των δραστών με μια μικρή κοινωνική ομάδα (υπο-ομάδα) ή δίκτυο ομοτίμων ομάδων και στους αδύναμους δεσμούς με το σύνολο της κοινωνίας (Sutherland, 1947, Hirschi, 1969, Akers, 1985). Σε αντίθεση με αυτές τις θεωρίες, οι δράστες των εγκλημάτων μίσους νιώθουν ότι έχουν ισχυρούς δεσμούς με το σύνολο της κοινωνίας.
Στην πραγματικότητα, οι δράστες εγκλημάτων μίσους ισχυρίζονται ότι σέβονται τις κυρίαρχες ιδεολογίες και μιλούν για αυτή την προσκόλληση προκειμένου να εξουδετερώσουν σε συνειδησιακό επίπεδο τις πράξεις τους. Η χρήση ορισμένων «τεχνικών εξουδετέρωσης» (Sykes και Matza, 1957) συμβάλλει στην ελαχιστοποίηση τόσο της ενοχής όσο και της ευθύνης που συνήθως συνδέεται με τέτοιες πράξεις σωματικής βίας. Τέτοιου είδους «τεχνικές εξουδετέρωσης» οι οποίες χρησιμοποιούνται από τους δράστες ως «δικαιολογίες» για την εγκληματική συμπεριφοράς τους είναι:
- η άρνηση της ευθύνης,
- η άρνηση της βλάβης,
- η άρνηση του θύματος,
- η καταδίκη όσων καταδικάζουν το έγκλημα (των κατηγόρων του εγκληματία και της πράξης) και
- η επίκληση σε ανώτερες αξίες.
Οι δράστες βίαιων εγκλημάτων που διαπράττονται κατά των ανθρώπων συχνά αρνούνται την ύπαρξη του θύματος. Η Presser (2003) διαπίστωσε την τεχνική αυτή της εξουδετέρωσης στις συνεντεύξεις 27 βίαιων ανδρών- παραβατών. Αντί να εκφράσουν τη λύπη τους, οι δράστες συνήθως απαξίωναν τα θύματα υποστηρίζοντας ότι άξιζαν ό,τι έπαθαν.
Η μελέτη των παραγόντων και των αιτιών των εγκλημάτων μίσους είναι ένα πεδίο που απασχολεί και θα απασχολεί τους επιστήμονες και τους επίσημους φορείς κοινωνικού ελέγχου. Είναι κρίσιμο πέρα από μέτρα καταστολής και πέρα από τις ποινικές κυρώσεις κατά των δραστών να διερευνηθούν και να τεθούν σε εφαρμογή μέτρα πρόληψης του φαινομένου. Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να συμβεί αν δεν αντιληφθούμε σε μεγάλο βαθμό τους παράγοντες γένεσης των εγκλημάτων μίσους.
Χρειαζόμαστε Αλλαγή Παραδείγματος
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετά βήματα μπροστά. Μένουν όμως να γίνουν πολλά ακόμα. Και τα βήματα αυτά δεν θα πρέπει να εμπλέκουν μόνο το Κράτος.
Από τη μια μεριά, η Ελληνική Πολιτεία οφείλει να παλέψει και να εξαλείψει τις διακρίσεις καθώς αυτές υπονομεύουν την ποιότητα της ίδιας της Δημοκρατίας μας. Οφείλει να καταπολεμήσει τον στιγματισμό. Η αναγνώριση του πολιτικού γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και η νομική κατοχύρωσή του, κατοχυρώνει και την ισονομία. Το ίδιο ισχύει και για την τεκνοθεσία. Η αναγνώριση από το Κράτος θα συμβάλλει στην ενσωμάτωση και τη συμπερίληψη. Οικοδομείται έτσι ένα τείχος προστασίας για τα άτομα που βιώνουν στην καθημερινότητά τους διακρίσεις. Θα πρέπει να υπάρξουν οι πόροι για την αντιμετώπιση των εγκλημάτων κατά της LGBTQI+ κοινότητας καθώς και οι ειδικές υποστηρικτικές δομές για την υποβολή καταγγελιών.
Από την άλλη μεριά, τα κοινωνικά στερεότυπα και οι διακρίσεις μπορούν να καταπολεμηθούν μέσα από την αλλαγή των στάσεων και των συμπεριφορών των πολιτών. Μέσω της αλλαγής του δικού μας παραδείγματος.
Χωρίς να αρκεί, η νομοθεσία αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Για τα υπόλοιπα θα πρέπει να συμβάλουμε όλοι με την καθημερινή μας πρακτική.
Μπορούμε!
* Η Έλενα Συρμαλή, είναι εγκληματολόγος, MA Criminologist (απόφοιτη του μεταπτυχιακού προγράμματος «Εγκληματολογία» του Παντείου Πανεπιστημίου). Επίσης έχει αποφοιτήσει από το μεταπτυχιακό της Ψυχιατροδικαστικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και από τα μεταπτυχιακά: «Διεθνείς Σχέσεις, Στρατηγική και Ασφάλεια» του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου και «Διαχειριση Καταστροφών και Κρίσεων» του ΕΚΠΑ.
Είναι επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και στέλεχος της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, στο τμήμα Διεθνών Σχέσεων.
Από το 2019 διατελεί μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ) (2019- 2022: εποπτεία, παρακολούθηση και το συντονισμός των εξειδικευμένων Δομών του ΚΕΘΙ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της έμφυλης βίας εναντίον των γυναικών).
Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας και έχει παρακολουθήσει επιτυχώς ειξιδικευμένα προγράμματα κατάρτισης τόσο στην κλινική κοινωνική ψυχολογία όσο και στην ψυχολογία των εξαρτήσεων, ενώ έχει συμμετάσχει και συμμετέχει σε έρευνες με αντικείμενα όπως: ριζοσπαστικοποίηση, διαδικτυακό έγκλημα κ.α. Έχει δημοσιεύσει επιστημονικά άρθρα και πολυάριθμα άρθρα γνώμης σε διαδικτυακά και έντυπα μέσα ενημέρωσης. Μιλάει αγγλικά και γερμανικά.